ανάβρυτος

ανάβρυτος
η , ο высоко расположенный (о деревне, здании и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανάβρυτος" в других словарях:

  • αναβρυτός — ή, ό 1. (για νερό) αυτό που αναβλύζει 2. το θηλ. ως ουσ. η αναβρυτή πηγή που αναβλύζει νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβρύω. ΠΑΡ. αναβρυτικός] …   Dictionary of Greek

  • αναβρύω — (Α ἀναβρύω) αναβλύζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα * + βρύω, «τινάζω μπροστά». ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβρα, αναβρύζω, αναβρυούσα, αναβρυτήρας, αναβρυτήριος, ανάβρυτος, αναβρυτός] …   Dictionary of Greek

  • αναβρυτικός — ή, ό [αναβρυτός] αυτός που προέρχεται από ανάβλυση, ο πηγαίος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»